εἴσοδος

εἴσοδος
εἴσοδος, ου, ἡ (Hom. et al.; ins, pap, LXX, TestSol; GrBar 4:15 [Christ.]; Just., Mel.)
place of entering, entrance (Od. 10, 90 et al.; Herm. Wr. 1, 22. So mostly ins, pap; Judg 1:24f; 4 Km 23:11; Jos., Bell. 5, 220, Ant. 15, 347) of Christ μία εἴσοδός ἐστι πρὸς τὸν κύριον (this) is the only entrance to the Lord Hs 9, 12, 6 (εἴς. πρός w. acc. as Philo, Fuga 183).
act of arriving at a destination, entrance, access (Hdt. 1, 118; X., Hell. 4, 4, 7; EpArist 120; Philo, Deus Imm. 132; Jos., Bell. 5, 346; 1 Km 29:6; Ps 120:8; PsSol) τῶν ἁγίων (s. ἅγιος 2b) (in) to the sanctuary Hb 10:19. As festive metaphor, εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν 2 Pt 1:11. Abs. πρὸ προσώπου τῆς εἰσόδου αὐτοῦ before his coming Ac 13:24 (cp. Mal 3:1).
act of finding acceptance, acceptance εἴσοδον ἔχειν πρός τινα receive a welcome fr. someone 1 Th 1:9; cp. 2:1 (cp. the Lat. pap POxy 32, 14 [II A.D.] ideo peto a te ut habeat introitum at te=therefore I ask that he be granted the right of admittance to you; Dssm., LO 164 [LAE 198] and M-M. s.v.; M. Ant. 5, 19 τὰ πράγματα … οὐδ. ἔχει εἴσοδον πρὸς ψυχήν); but εἴ. can also mean visit (Eur., Andr. 930, 952) here.—M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εἴσοδος — entrance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είσοδος — η (AM εἴσοδος) 1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ έναν χώρο («είσοδος τού δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού») 2. εισόδημα, έσοδο 3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • είσοδος — η πληθ. οι και ες 1. το μπάσιμο, το έμπα: Απαγορεύεται η είσοδος. 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς σε κάποιο χώρο, η μπασιά: Στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. 3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε κάποιο οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Είσοδος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰσόδοις — εἴσοδος entrance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδου — εἴσοδος entrance fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδους — εἴσοδος entrance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδων — εἴσοδος entrance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσόδῳ — εἴσοδος entrance fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσοδοι — εἴσοδος entrance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴσοδον — εἴσοδος entrance fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”